-
1 τρᾱχύ-δερμος
τρᾱχύ-δερμος, = Folgdm; Arist. bei Ath. VII, 305 e; Tzetz. ad Lycophr. 340.
-
2 τρᾱχυδέρμων,
τρᾱχυ-δέρμων, u. τρᾱχύ-δερμος, ονος, mit hartem Felle -
3 τρᾱχύδερμος
τρᾱχυ-δέρμων, u. τρᾱχύ-δερμος, ονος, mit hartem Felle
См. также в других словарях:
τραχύδερμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος, σκληρό δερμος] … Dictionary of Greek