-
1 τραχηλάγχη
τρᾰχηλ-άγχη, ἡ,A cord for strangling, Eun.VSp.481 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλάγχη
-
2 τραχήλια
τρᾰχήλ-ια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχήλια
-
3 τραχηλιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλιάω
-
4 τραχηλιαῖος
A of, on, or from the neck, Hippiatr.92, Hsch. s.v. κόλλαπες, Eust.1915.13; perh. to be restored for τραχηλιμαῖος in Str.2.5.27, 16.4.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλιαῖος
-
5 τραχηλίζω
II in wrestling, ' scrag' one's opponent,τοὺς νεανίσκους Plu.Ant.33
:— [voice] Pass., Pl.Amat. 132c, Teles p.50 H., Them.Or.23.291b.2 metaph., inflict hardship on a combatant,τοὺς.. φίλους οἱ λειπόμενοι τραχηλιοῦσι πόλεμοι Ph.2.131
:—[voice] Pass.,ἐμφυλίῳ πολέμῳ καὶ διχονοίᾳ -ιζόμενοι J.BJ4.6.2
.3 metaph. in [voice] Pass., to be overpowered, swept away,ταῖς ἐπιθυμίαις Ph.2.127
; of ships in a whirlpool, Str.6.2.3.III in a pun on signfs. 1, 11.1, and 11.3, ἰδὼν Ὀλυμπιονίκην εἰς ἑταίραν πυκνότερον ἀτενίζοντα, ἴδε ἔφη, κριὸν Ἀρειμάνιον ὡς ὑπὸ τοῦ τυχόντος κορασίου -ίζεται see how the ram's neck is being twisted, D.L.6.61, cf. Plu.2.521b; τοὺς πολυπράγμονας ἴδοις ἂν ὑπὸ παντὸς ὁμοίως θεάματος -ιζομένους καὶ περιαγομένους ibid.IV [voice] Pass., to be laid open, Ep.Hebr.4.13; τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλίζω
-
6 τραχηλιμαῖος
A v. τραχηλιαῖος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλιμαῖος
-
7 τραχήλιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχήλιον
-
8 τραχηλισμός
τρᾰχηλ-ισμός, ὁ,A seizing by the neck, 'scragging', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.Lex.5, Gal.Parv.Pil.2 (pl.), Ath.1.14f (pl.).2 wry neck, stiff neck, Diocl.Fr.141 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλισμός
-
9 τραχηλιστήρ
A bandage, Gal.18(1).822.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλιστήρ
-
10 τραχηλίς
A collare, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλίς
-
11 τραχηλιώδης
τρᾰχηλ-ιώδης, ες,A stiff-necked, EM751.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλιώδης
См. также в других словарях:
μηνίς — μηνίς, ίδος, ἡ (Α) μηνίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + επίθημα ιδ ς (πρβλ. θαμν ίς, τραχηλ ίς)] … Dictionary of Greek
πυελίδα — η / πυελίς, ίδος, ΝΑ, και πυαλίς, ίδος, Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου 2. κόγχη οφθαλμού νεοελλ. η νεφρική πύελος αρχ. 1. υποδοχή άξονα 2. κάλυκας άνθους 3. (στον τ. πυαλίς) α) σαρκοφάγος, λάρνακα β) δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek