-
1 τραγωδοποιος
См. также в других словарях:
θαλασσοποιός — ό (Α θαλασσοποιός, όν) νεοελλ. αυτός που δημιουργεί αναστάτωση αρχ. αυτός που με την ενέργειά του δημιουργεί τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζωο ποιός, τραγωδο ποιός] … Dictionary of Greek