-
1 τραγασαιος
31) [шутл. по созвучию с Τραγασαῖος «родом из города αἱ Τραγασαί» и τραγεῖν] прожорливый(χοιρίδιον Arph.)
2) [τράγος] пропахший козлом Arph.
См. также в других словарях:
Τραγασαῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραγασαίος — αία, ον, Α [Τραγασαί] 1. αυτός που κατάγεται από την πόλη Τραγασαί 2. φρ. α) «ὡς Τραγασαῖα φαίνεται» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο τού απρμφ. αορ. β τραγεῖν, τού ρ. τρώγω β) «πατρὸς Τραγασαίου» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο… … Dictionary of Greek
Τραγασαῖον — Τραγασαῖος of masc acc sg Τραγασαῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραγασαῖα — Τραγασαῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραγασαῖοι — Τραγασαῖος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραγασαίων — Τραγασαί̱ων , Τραγασαῖος of fem gen pl Τραγασαί̱ων , Τραγασαῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραγασαίου — Τραγασαί̱ου , Τραγασαῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)