-
1 τρώξανον
-
2 τρώξανον
τρώξᾰνον, τό,A twig, Thphr.CP3.2.2; cf. τραύξανα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρώξανον
-
3 τρώξανον
-
4 τρώξανα
τρώξανονtwig: neut nom /voc /acc pl -
5 τραύξανον
-
6 τραύξανα
τραύξανα, τά,A dry chips, waste that falls from the manger, Pherecr. 241 (cf. Phot. and Suid.); [full] τραύσανον· ξηρὸν πᾶν, ἢ φρύγανον, Hsch. Cf. τρώξανον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραύξανα
См. также в других словарях:
τρώξανον — τὸ, Α 1. σκληρό ή λεπτό τεμάχιο ξύλου μικρού μεγέθους 2. τραύξανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + επίθημα ανο ν (πρβλ. λείψ ανον, όψ ανον)] … Dictionary of Greek
τρώξανα — τρώξανον twig neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύξανον — τὸ, Α (κατά τον Φώτ.) «τὰ ἀπὸ τῆς φάτνης ἀποπίπτοντα τῶν ἵππων ἢ τῶν βοῶν ἢ τῶν ἄλλων κτηνῶν λείψανα, σημαίνει δὲ καὶ τὰ ἀκανθώδη και ξηρὰ ξύλα», αλλ. τρώξανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρώξανα*, κατ επίδραση τού θραύω (πρβλ. τραῦμα*: τρῶμα)] … Dictionary of Greek