-
1 τρώκτης
τρώκτης, ὁ, Nager, Näscher; aber Od. 14, 289. 15, 415 heißen phönicische Kaufleute, die auf Gewinn ausgehen, τρῶκται, Schlucker, Schelme; von den Alten πανοῦργος, κακοῦργος, ἀπατεών, φιλοχρήματος erklärt; Einige nehmen es sogar als Eigennamen; Antiphan. 3 (IX, 409) sagt von dem Wucherer λιτὰ δὲ δειπνῶν λαϑροπόδας τρώκταις χερσὶ τίϑησι τόκους, mit gierigen Händen. – Ein Meerfisch mit scharfem Gebiß, = ἀμία, Ael. H. A. 1, 5.
-
2 τρώκτης
τρώκτης, ὁ, Nager, Näscher; phönicische Kaufleute, die auf Gewinn ausgehen; τρῶκται, Schlucker, Schelme; von dem Wucherer: λιτὰ δὲ δειπνῶν λαϑροπόδας τρώκταις χερσὶ τίϑησι τόκους, mit gierigen Händen. Ein Meerfisch mit scharfem Gebiß -
3 πτερνο-τρώκτης
πτερνο-τρώκτης, ὁ, der Schinkennager, Mäusename, Batrach. 29.
-
4 πολυ-τρώκτης
πολυ-τρώκτης, ὁ, der viel Essende, Sp.
-
5 σχῑνο-τρώκτης
σχῑνο-τρώκτης, ὁ, = Folgdm, Luc. Lexiph. 12.
-
6 σῡκο-τρώκτης
σῡκο-τρώκτης, ὁ, = συκοτράγος (?).
-
7 τριχο-τρώκτης
τριχο-τρώκτης, ὁ, = τριχοβόρος, Hesych.
-
8 ξυλο-τρώκτης
ξυλο-τρώκτης, ὁ, Holznager, -spalter, Suid.
-
9 μιαρο-τρώκτης
μιαρο-τρώκτης, ὁ, unreine Speisen essend, Sp.
-
10 μιαροτρώκτης
μιαρο-τρώκτης, ὁ, unreine Speisen essend -
11 ξυλοτρώκτης
ξυλο-τρώκτης, ὁ, Holznager, -spalter -
12 πολυτρώκτης
πολυ-τρώκτης, ὁ, der viel Essende -
13 πτερνοτρώκτης
πτερνο-τρώκτης, ὁ, der Schinkennager, Mäusename -
14 σχῑνοτρώξ
σχῑνο-τρώξ, ῶγος, ὁ, u. σχῑνο-τρώκτης, ὁ, der das wohlriechende Mastixholz od. Zahnstocher davon kauet
См. также в других словарях:
τρώκτης — gnawer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώκτης — ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, ίδος, Μ [τρώγω] αυτός που ροκανίζει κάτι νεοελλ. 1. καταχραστής 2. κερδοσκόπος μσν. τρώγλη αρχ. 1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία*, γουφάρι 2. ως επίθ. άπληστος 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και… … Dictionary of Greek
τρωκτῆς — τρωκτός to be gnawed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρῶκται — τρώκτης gnawer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώκταις — τρώκτης gnawer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώκτην — τρώκτης gnawer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαροτρώκτης — μιαροτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλο τρώκτης, πτερνο τρώκτης] … Dictionary of Greek
συκοτρώκτης — ὁ, Α συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης] … Dictionary of Greek
Μυοτρώκται — Μυοτρῶκται, οἱ (Α) μτγν. αυτοί που τρώνε ποντίκια, οι ποντικοφάγοι, ως ονομασία μιας ανθρώπινης φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + τρώκτης(< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek
ξυλοτρώκτης — ξυλοτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινο τρώκτης] … Dictionary of Greek
πολυτρώκτης — ὁ, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek