-
41 πολύ-τροπος
πολύ-τροπος, viel hin- u. hergewendet, viel herumgetrieben, in der Welt herumgeworfen, Beiname des Odysseus, Od. 1, 1. 10, 330, mit dem Nebenbegriffe des daraus sich ergebenden Listig- u. Verschlagenseins, vgl. Voß mythol. Briefe I p. 102 u. Wolf's Anal. 3 p. 145; viel gewandt, listig ist es H. h. Merc. 13. 439; Thuc. 3, 83; ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες, 2, 44; τοῖς ἀσϑενέσι καὶ πολυτρόποις ϑηρίοις, Plat. Polit. 291 b; πολυτροπώτατος, Hipp. min. 364 c; übh. vielfältig, mannichfaltig, wie man es schon bei Thuc. a. a. O. nehmen kann, Sp., wie Plut.
-
42 συν-επί-τροπος
συν-επί-τροπος, ὁ, Mitvormund, τινί, mit Jem., Dem. 27, 14.
-
43 τοιουτό-τροπος
τοιουτό-τροπος, von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.
-
44 ψευδ-επί-τροπος
ψευδ-επί-τροπος, ὁ, falscher Vormund, Pol. 15, 25, 1. 3.
-
45 μυχό-τροπος
μυχό-τροπος, von versteckter, heimlicher Denkart, Ar. Thesm. 392, v. l. μοιχότρ.
-
46 κατά-τροπος
κατά-τροπος, umgewendet, abwärts gewendet, Hesych. erkl. κάταντες.
-
47 κακό-τροπος
κακό-τροπος, von schlechtem Charakter, boshaft oder tückisch handelnd, Sp., D. Cass. 52, 2; auch adv., ibid. 47, 4.
-
48 καινό-τροπος
καινό-τροπος, von neuer, ungewöhnlicher Art, fremdartig; Eust.; μῠϑος Eur. fr. Dan. 49.
-
49 εὔ-τροπος
εὔ-τροπος, gewandt, Erkl. von εὐτράπελος, Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
-
50 δύς-τροπος
δύς-τροπος, schwer zu wenden, unbiegsam, starrsinnig; Eur. Hipp. 163; καὶ δύςκολος Dem. 6, 30 u. Sp.
-
51 μετά-τροπος
μετά-τροπος, umgewandelt, ἔργα μετάτροπα, Thaten der Vergeltung, der Rache, durch die ein Unglück auf das Haupt des Urhebers zurückfällt, Hes. Th. 89; – zurückgewandt, δαίμων γὰρ ὅδ' αὖ μετάτροπος ἐπ' ἐμοί, Aesch. Pers. 905; μετάτροποι πνέουσιν αὖραι δόμων, Eur. El. 1147; u. ähnlich Ar. κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα, Pax 945; sp. D., wie Callim. Del. 99.
-
52 διά-τροπος
διά-τροπος, nach verschiedener Seite gewendet, verschieden, τρόποις Eur. I. A. 559.
-
53 βδελύκ-τροπος
βδελύκ-τροπος, scheußlich, von den Eumeniden, Aesch. Eum. 52.
-
54 δουλό-τροπος
δουλό-τροπος, = δουλογνώμων, Sp.
-
55 δί-τροπος
-
56 μονό-τροπος
μονό-τροπος, von einerlei Art, von einfachem Charakter, Sp.; auch = einsam, für sich allein lebend, dem ἔρημος entsprechend, Eur. Andr. 281; βίος, Plut. Pelop. 3 u. öfter; ὄνος, Ael. N. A. 6, 30; auch = eigensinnig, Sp.
-
57 μοιχό-τροπος
μοιχό-τροπος, von ehebrecherischen Sitten, ehebrecherischem Charakter, Ar. Th. 392.
-
58 θηριό-τροπος
θηριό-τροπος, von thierischen Sitten, Ios.
-
59 λογό-τροπος
λογό-τροπος, ὁ, eine Schlußform in der Dialektik der Stoiker, nach D. L. 7, 77 τὸ ἐξ ἀμφοτέρων συνϑετόν, εἰ ζῇ Πλάτων, ἀναπνεῖ Πλάτων, ἀλλὰ μὴν τὸ πρῶτον, τὸ ἄρα δεύτερον.
-
60 ἀπό-τροπος
ἀπό-τροπος, 1) abgewandt, entfernt, Od. 14, 372; Opp. H. 4, 254. – 2) wovon man sich abwendet, verabscheuungswerth, ὅ, τι ἄν τις ἀποτρέποιτο, Hesych.; ἄγος Aesch. Ch. 153; Ἅιδης Soph. Ai. 608; O. R. 1314; πῦρ Ar. Eccl. 792. – 3) abwendend, bes. Unheil, wie ἀποτρόπαιος; δαίμονες Aesch. Pers. 199; κακῶν Ch. 42; Eur. Herc. Fur. 801; verhindernd, ἀπ. ἐγένετο αὐτοῖς μή Plat. Legg. IX, 877 a.
См. также в других словарях:
τροπός — twisted leathern thong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — turn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… … Dictionary of Greek
τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] … Dictionary of Greek
διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… … Dictionary of Greek