Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τρί-φῡλος

См. также в других словарях:

  • τρίφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό φυλος] …   Dictionary of Greek

  • πενταφυλία — ἡ, Α (στην Αίγυπτο) η πέμπτη τάξη τού ιερατείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φυλία (< φυλος < φῦλον / φυλή), πρβλ. τρι φυλία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»