-
1 τριφυλος
См. также в других словарях:
τρίφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό φυλος] … Dictionary of Greek
πενταφυλία — ἡ, Α (στην Αίγυπτο) η πέμπτη τάξη τού ιερατείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φυλία (< φυλος < φῦλον / φυλή), πρβλ. τρι φυλία] … Dictionary of Greek