Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τρίσ-μᾰκᾰρ

См. также в других словарях:

  • τρισμάκαρ — αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ τρισευλογημένος, αυτός που τού αξίζει να τόν μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»