-
1 τριπωλος
См. также в других словарях:
τρίπωλος — ον, Α (για άρμα ή άλλο όχημα) αυτός που σύρεται από τρία άλογα («ἅρματα τρίπωλα», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πῶλος (πρβλ. ἑξά πωλος)] … Dictionary of Greek
τρίπωλον — τρίπωλος of masc/fem acc sg τρίπωλος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπωλα — τρίπωλος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)