-
1 τρίπλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπλαξ
-
2 τρίπλαξ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρίπλαξ
-
3 τρίπλακα
τρίπλαξtriple: masc /fem acc sg -
4 τρίπλακος
τρίπλαξtriple: masc /fem gen sg -
5 δίπλαξ
δίπλαξ, - κοςGrammatical information: adj.Derivatives: Cf. τρίπλαξ `threefold' (Il.).Etymology: Identical with Umbr. tuplak n. `duplex' = `furca', Lat. du-, tri-plex `two-, three-fold', Bahuvrihicompoound with unclear second member, perh. = πλάξ `flatness'; cf. also πληγή `hit' (cf. ἁ-πληγίς `single mantle' [Herod.], δι-πληγίς `double mantle' [Poll.]); more prob. is however πλέκω `twine', cf. δίπλος; s. W.-Hofmann s. duplex. - Cf. on διπλάσιος and Bechtel Lex.Page in Frisk: 1,397Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δίπλαξ
См. также в других словарях:
τρίπλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α τριπλός, τρίπτυχος («περὶ δ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν τρίπλακα, μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλαξ (πρβλ. λατ. triplex). Για το δυσερμήνευτο β συνθετικό τής λ., βλ. λ. δίπλαξ] … Dictionary of Greek
τρίπλακα — τρίπλαξ triple masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπλακος — τρίπλαξ triple masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπλαξ — ο, η (Α δίπλαξ) νεοελλ. 1. διπλή σανίδα, διπλοσανίδα, μαδέρι 2. ναυτ. στερεό δοκάρι καρφωμένο στο μήκος τού τοίχου ξύλινου σκάφους, μπακαλιάρος αρχ. 1. διπλωμένος 2. διπλός 3. το θηλ. ως ουσ. α) χλαίνη που διπλώνει στα δύο, διπλός μανδύας β)… … Dictionary of Greek
τρίπλεξ — το, Ν άκλ. (μεταλλ.) μέθοδος κατεργασίας τού χάλυβα, κατά την οποία δημιουργούνται τρία στρώματα: το εσωτερικό, που αποτελείται από μαλακό χάλυβα και διατηρεί την ελαστικότητα τού τεμαχίου, και τα δύο εξωτερικά στρώματα, που σχηματίζονται στις… … Dictionary of Greek