-
1 ξυναπτω
1) связывать, соединять, сочетать(τινά τινι Eur.)
ξ. βλέφαρα Eur. — смыкать веки;σ. χερὴ χεῖρα Arph. и σ. χεῖρας Plat. — обмениваться рукопожатием;συνάψαι στόμα τινί Eur. — прильнуть устами к кому-л.;ἑκατέρωθεν συνάψαι τὰ ἄκρα Xen. — соединить обе оконечности;συνάψαι χεῖρέ τινος δεσμίοισιν ἐν βρόχοις Eur. — связать чьи-л. руки путами;θρέμμα ξυνημμένον Plat. — спутанный зверь;ἴχνος συνάψαι τινί Eur. — встретиться с кем-л.;σ. λόγον πρός τι Dem. — приступать к обсуждению чего-л.;σ. ὅρκους Eur. — обменяться клятвами;σ. εἰς ἓν τρία ὄντα Plat. — соединить три в одно;σ. κακὰ κακοῖς Eur. — присоединять к старым бедам новые;δύ΄ ἐξ ἑνὸς κακὼ σ. Eur. — удваивать несчастье;τετράχορδα συνημμένα Plut. — четырехструнные созвучия;συνημμένος συλλογισμός Sext. — сопряженный, т.е. условный силлогизм ( типа εἰ νύξ ἐστι, σκότος ἐστί)2) тж. med. завязывать, заключать(γάμους τινί Eur.)
σ. κῆδός τινι Eur. — вступать в союз с кем-л.;σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί Arph. — вступать в беседу с кем-л.;τὸ κῆδος ξυνάψασθαι Thuc. — породниться3) (о войне, сражении и т.п.) завязывать, начинать(πόλεμόν τινι Her. и πρός τινα Thuc.)
ἔχθραν σ. τινί Eur. — вступать во враждебные отношения с кем-л.;νεῖκος πρός τινα συνάφαι Her. — быть во вражде с кем-л.;μάχην σ. τινί Plut. — завязывать бой с кем-л.4) составлять, придумыватьκοινέν σ. μηχανήν τινος Eur. — сообща составлять план чего-л.
5) сталкивать друг с другом(πολλὰς πόλεις Eur.)
6) вовлекать, ввергатьσυνάψαι πάντας ἐς μίαν βλάβην Eur. — ввергнуть всех в одно и то же несчастье;
7) прилегать, примыкать, простираться(τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Her.; τῷ ποταμῷ Polyb.)
συνάψαι θανάτῳ Plut. — граничить со смертью8) находиться в связи, соприкасаться(ἀλλήλοις Arst.)
τῷ καθόλου αἱ ἰδέαι συνάπτουσιν Arst. — идеи связаны с общностью;σ. πρὸς τὸν εἰρημένον πρότερον Arst. — иметь отношение к ранее сказанному9) приближаться, быть близкимσυνάψαντος τοῦ χρόνου Polyb. — когда наступило время;
συνάπτοντος ἤδη τοῦ χειμῶνος Polyb. — так как зима уже близка;λόγος πρὸς μῦθον συνάπτων Arst. — рассказ, близкий к сказке;εἰς χεῖρα γῇ συνάψαι Eur. — подплыть почти вплотную к земле;δρόμῳ συνάψαι ἄστυ Eur. — бегом добраться до города;συνάψαι εἰς τὸν καιρόν Polyb. — прибыть как раз вовремя10) вступать, входить, принимать участиеσ. λόγοισι Soph. — беседовать;
ἐς λόγους ξ. τινί Eur. — вступать в беседу с кем-л. (ср. 3);σ. εἰς χορεύματα Eur. — бросаться в пляску11) охватывать, постигать(λύπη συνάπτει τινί Eur.)
τύχα ποδὸς ξυνάπτει τινί Eur. — счастье благоприятствует чьему-л. путешествию12) вступать в бой, сражаться Her., Plut.συνάψω μαινάσι στρατηλατῶν Eur. — я буду сражаться, предводительствуя менадами
13) med. содействовать, помогать(τινι Eur.)
γνώμης Aesch. — помочь в осуществлении плана14) med. хвататься, пользоваться(σ. τοῦ καιροῦ Polyb.)
-
2 συναπτω
1) связывать, соединять, сочетать(τινά τινι Eur.)
ξ. βλέφαρα Eur. — смыкать веки;σ. χερὴ χεῖρα Arph. и σ. χεῖρας Plat. — обмениваться рукопожатием;συνάψαι στόμα τινί Eur. — прильнуть устами к кому-л.;ἑκατέρωθεν συνάψαι τὰ ἄκρα Xen. — соединить обе оконечности;συνάψαι χεῖρέ τινος δεσμίοισιν ἐν βρόχοις Eur. — связать чьи-л. руки путами;θρέμμα ξυνημμένον Plat. — спутанный зверь;ἴχνος συνάψαι τινί Eur. — встретиться с кем-л.;σ. λόγον πρός τι Dem. — приступать к обсуждению чего-л.;σ. ὅρκους Eur. — обменяться клятвами;σ. εἰς ἓν τρία ὄντα Plat. — соединить три в одно;σ. κακὰ κακοῖς Eur. — присоединять к старым бедам новые;δύ΄ ἐξ ἑνὸς κακὼ σ. Eur. — удваивать несчастье;τετράχορδα συνημμένα Plut. — четырехструнные созвучия;συνημμένος συλλογισμός Sext. — сопряженный, т.е. условный силлогизм ( типа εἰ νύξ ἐστι, σκότος ἐστί)2) тж. med. завязывать, заключать(γάμους τινί Eur.)
σ. κῆδός τινι Eur. — вступать в союз с кем-л.;σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί Arph. — вступать в беседу с кем-л.;τὸ κῆδος ξυνάψασθαι Thuc. — породниться3) (о войне, сражении и т.п.) завязывать, начинать(πόλεμόν τινι Her. и πρός τινα Thuc.)
ἔχθραν σ. τινί Eur. — вступать во враждебные отношения с кем-л.;νεῖκος πρός τινα συνάφαι Her. — быть во вражде с кем-л.;μάχην σ. τινί Plut. — завязывать бой с кем-л.4) составлять, придумыватьκοινέν σ. μηχανήν τινος Eur. — сообща составлять план чего-л.
5) сталкивать друг с другом(πολλὰς πόλεις Eur.)
6) вовлекать, ввергатьσυνάψαι πάντας ἐς μίαν βλάβην Eur. — ввергнуть всех в одно и то же несчастье;
7) прилегать, примыкать, простираться(τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Her.; τῷ ποταμῷ Polyb.)
συνάψαι θανάτῳ Plut. — граничить со смертью8) находиться в связи, соприкасаться(ἀλλήλοις Arst.)
τῷ καθόλου αἱ ἰδέαι συνάπτουσιν Arst. — идеи связаны с общностью;σ. πρὸς τὸν εἰρημένον πρότερον Arst. — иметь отношение к ранее сказанному9) приближаться, быть близкимσυνάψαντος τοῦ χρόνου Polyb. — когда наступило время;
συνάπτοντος ἤδη τοῦ χειμῶνος Polyb. — так как зима уже близка;λόγος πρὸς μῦθον συνάπτων Arst. — рассказ, близкий к сказке;εἰς χεῖρα γῇ συνάψαι Eur. — подплыть почти вплотную к земле;δρόμῳ συνάψαι ἄστυ Eur. — бегом добраться до города;συνάψαι εἰς τὸν καιρόν Polyb. — прибыть как раз вовремя10) вступать, входить, принимать участиеσ. λόγοισι Soph. — беседовать;
ἐς λόγους ξ. τινί Eur. — вступать в беседу с кем-л. (ср. 3);σ. εἰς χορεύματα Eur. — бросаться в пляску11) охватывать, постигать(λύπη συνάπτει τινί Eur.)
τύχα ποδὸς ξυνάπτει τινί Eur. — счастье благоприятствует чьему-л. путешествию12) вступать в бой, сражаться Her., Plut.συνάψω μαινάσι στρατηλατῶν Eur. — я буду сражаться, предводительствуя менадами
13) med. содействовать, помогать(τινι Eur.)
γνώμης Aesch. — помочь в осуществлении плана14) med. хвататься, пользоваться(σ. τοῦ καιροῦ Polyb.)
См. также в других словарях:
Тринакия — или Тринакрия (Τρινακρία, Τρινακία, у Гомера Θρινακία) древнее название островов Сицилии и Родоса. Сицилия называлась так либо потому, что имела три больших мыса (Τρία ακρα) Пахин, Лилибей и Пелор, либо потому, что форма острова была треугольная … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek