Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τρωκτά

См. также в других словарях:

  • τρωκτά — τρωκτός to be gnawed neut nom/voc/acc pl τρωκτά̱ , τρωκτός to be gnawed fem nom/voc/acc dual τρωκτά̱ , τρωκτός to be gnawed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώκτας — τρώκτᾱς , τρώκτης gnawer masc acc pl τρώκτᾱς , τρώκτης gnawer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωκτός — ή, όν, Α [τρώγω] 1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός 2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά τα τρωγάλια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»