См. также в других словарях:
τρωγάλιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τρώγεται ωμός, τρωκτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω + επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος, φυτ άλιος)] … Dictionary of Greek
τρωγάλιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τρώγεται ωμός, τρωκτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω + επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος, φυτ άλιος)] … Dictionary of Greek