См. также в других словарях:
τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] … Dictionary of Greek