-
1 τρωγλο-δῦτις
τρωγλο-δῦτις, ἡ, = τρωγλῖτις, Sp.
-
2 τρωγλοδύτις
A v. τρωγλῖτις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρωγλοδύτις
См. также в других словарях:
τρωγοδύτις — ιδος, ἡ, Α τρωγλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τρωγλο δύτις* (πρβλ. Τρωγοδύται)] … Dictionary of Greek