-
1 τρυφάω
τρυφάω, weichlich, üppig leben, locker und lustig, herrlich und in Freuden leben, ein prunkvolles, vornehmes Leben führen; ἐν ταῖς ἐσϑῆσιν, Isocr. 2, 32; τὰ σώματα διὰ τοὺς πλούτους τρυφῶντες, 4, 151; übh. vornehm thun; schwelgen, in Etwas, ἐπὶ πόϑῳ τρυφῶσα, Eur. I. A. 1303; Ar. Nubb. 49 Lys. 405; καὶ μεγαλοπρεπῶς διαιτᾶσϑαι, Xen. b. Ath. 1, 11; εἴς τι, Jac. Ach. Tat. p. 527. 637; Ggstz von γλίσχρως ζῆν, Arist. pol. 2, 7; stolz u. übermüthig sein, Eur. Suppl. 226; Plat. Prot. 327 e; τῇ βασιλικῇ καὶ τρυφώσῃ παιδευϑεὶς παιδείᾳ, Legg. III, 695 d; αἰχμάλωτον οὖσαν τρυφᾶν, Dem. 19, 197; auch = träge sein, Plat. Lach. 179 d; οἱ τρυφῶντες καὶ ἀδύνατοι διαπονεῖν, Ep. VII, 341 a; ὁ τρυφῶν, Ggstz von ὁ ἐπιμελόμενος, Xen. Mem. 3, 11, 10.
-
2 μαλακός
μαλακός (verwandt mit βλάξ, mollis), weich, zart; von Allem, was sich weich anfühlt, μαλακώτερος ἀμφαφάασϑαι, Il. 22, 373, mit der Nebenbdtg sanfter anzutasten, vom gefallenen Hektor; χιτών, Il. 2, 42, ἐσϑής, Od. 23, 290, τάπητα μαλακοῦ ἐρίοιο, 4, 124, κώεα, 3, 38, u. öfter εὐνή, wie λέκτρα, 20, 58, πέπλοι, Il. 24, 796; μαλακὴ νειός, weicher Brachacker, der aufgepflügt ist, 18, 541; λειμών, weiche, grasreiche Au, Od. 5, 72; ὑάκινϑος, Il. 14, 349; κρόκαι, Pind. N. 10, 44; χείρ, P. 4, 271; χρίσματος ἁγνοῦ μαλακαῖς παρηγορίαις, Aesch. Ag. 95; ἐν μαλακαῖς παρειαῖς, Soph. Ant. 779; μαλακοῦ χρωτός, Eur. Med. 1403; βλέμμα, Ar. Plut. 1022; – Ggstz von σκληρός, Plat. Prot. 321 d; neben λεῖος, Crat. 434 c; μαλακὰς εὐνὰς εἶχον Polit. 172 a; στρῶμναι, Ath. XII, 512; σκευάριον, Men. u. Diphil. bei Poll. 10, 12, der εὐμεταχείριστα erkl.; καὶ ὀλίγον πῦρ, gelindes Feuer, Ath. II, 54 c. – Uebertr. von nicht körperlichen Dingen, sanft, linde, ϑάνατος, Od. 18, 202, wie ὕπνος, Il. 10, 2 Od. 15, 6. κῶμα, 18, 201, u. so adv., μαλακῶς ἐνεύδειν, sanft darin schlafen, 3, 350, εὕδειν, 24, 255. – ἔπεα, λόγοι, sanfte, einschmeichelnde Worte, Il. 6, 337 u. öfter, καὶ αἱμύλιοι, Od. 1, 56; ἐπαοιδαί, lindernde, Pind. P. 3, 51, u. so von der Gesinnung, μαλακὰ φρονέων, N. 4, 95; μαλακῇ γνώμῃ, Eur. I. A. 601; μαλακὸν ἐνδιδόναι, Ar. Plut. 488, wie Her. μαλακὸν ἐνδιδόναι βουλόμενος οὐδέν, Nichts nachlassen, nicht nachgeben, vgl. 3, 105, μαλακὸς ἦν περὶ τοῦ μισϑοῦ Thuc. 8, 29; ζημίαι, gelinde Strafen, 3, 45; – gew. tadelnd, weichlich, verzärtelt, schlaff, Her. 7, 153; ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου, Thuc. 2, 18; πρὸς τὸ πονεῖν, Xen. Mem. 1, 2, 2; Ggstz von ϑρασύς, Hell. 4, 5, 16, τοῖς μαλακοῖς τῶν ἀνϑρώπων, Plat. Men. 81 d; μαλακοὺς καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας, Rep. VIII, 556 b; κατὰ τὰς πράξεις βραδέα καὶ μαλακά, Polit. 307 a, u. so öfter, = unfähig den Sinneneindrücken zu widerstehen, unenthaltsam, üppig, im Ggstz von καρτερικός, mit τρυφῶν vrbdn, Arist. Eth. 7, 7; τὰ μαλακά, Sinnengenüsse, üppiges Wohlleben, neben εὐφροσύναι, Xen. Cyr. 7, 2, 28. – Adv. μαλακῶς, σώμασι μαλακῶς καὶ πράως ὑπ είκουσαν, Plat. Tim. 74 c; saumselig, feige, Ax. 365 b; μαλακῶς ἔχειν, = μαλακίζεσϑαι, vgl. Lob. Phryn. 389; auch = unpäßlich, kränklich sein, Vit. Hom. 34. – S. μαλϑακός.
-
3 λυσσόω
λυσσόω, wüthend machen, in Raserei versetzen, Sp. – Pass. rasen, μὴ μεγαληγορίῃσι τρυφῶν φρένα λυσσωϑείης Phocyl. 114.
См. также в других словарях:
Τρύφων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρύφων — I Έλληνας γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, που έζησε στους χρόνους του Αυγούστου και του Τιβέριου. Είχε μελετήσει τις τοπικές διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας και τα γλωσσικά ιδιώματα των Ελλήνων συγγραφέων. Έχουν σωθεί αποσπάσματα από τα έργα… … Dictionary of Greek
τρυφῶν — τρύφος that which is broken off neut gen pl (attic epic doric) τρυφάω live softly pres part act masc voc sg τρυφάω live softly pres part act neut nom/voc/acc sg τρυφάω live softly pres part act masc nom sg (attic epic ionic) τρυφάω live softly… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύφων — τρυφάω live softly imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρυφάω live softly imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανδριανάκος, Τρύφων — (Λεόντιο Νεμέας 1885 – Αθήνα 1966). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη μαιευτική στο πανεπιστήμιο Βερολίνου. Διετέλεσε εσωτερικός γιατρός στο Δημόσιο Μαιευτήριο της Αθήνας, διευθυντής του γυναικολογικού τμήματος … Dictionary of Greek
Ευαγγελίδης, Τρύφων — (Τρίγλεια Μικράς Ασίας 1863 – Αθήνα 1941). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο αναγορεύτηκε διδάκτορας. Ίδρυσε με τους αδελφούς Ιεροκλή και Κλ.… … Dictionary of Greek
Τρύφους — Τρύφων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Трифон — (Τρύφων) греческое Род: муж. Отчество: Трифонович Трифоновна Другие формы: Труфан, Трухан Производ. формы: Триша, Тришка, Труша, Труха, Трухман, Трифаха Иноязычные аналоги: англ. … Википедия
Диодот Трифон — Διόδοτος δ Τρύφων Монета Диодота Трифона … Википедия
Diodotus Tryphon — King Coin of Diodotus Tryphon. British Museum. Reign Seleucid kingdom: 142 BC – 138 BC … Wikipedia
Goumenissa — Γουμένισσα Goumenissa Location … Wikipedia