-
1 τρυφηλών
-
2 τρυφηλῶν
См. также в других словарях:
τρυφηλῶν — τρυφηλός fem gen pl τρυφηλός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπυριστής — καπυριστής, ὁ (Α) [καπυρίζω] ασελγής, ακόλαστος («τρυφηλῶν ἀνθρώπων καπυριστῶν», Στράβ.) … Dictionary of Greek