-
1 τρυφεροίο
-
2 τρυφεροῖο
См. также в других словарях:
τρυφεροῖο — τρυφερόομαι pres opt mp 2nd sg τρυφερός delicate masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τρυφεροίο
2 τρυφεροῖο
τρυφεροῖο — τρυφερόομαι pres opt mp 2nd sg τρυφερός delicate masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)