-
1 τρυσανωρ
αὐδὰ τ. Soph. — душераздирающий голос
См. также в других словарях:
τρυσάνωρ — τρῡσάνωρ , τρυσάνωρ of a weary man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυσάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< τρυσι (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ άνωρ] … Dictionary of Greek