Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρυγηφάνιος

См. также в других словарях:

  • τρυγηφάνιος — second masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγηφάνιος — ον, Α 1. (για κρασί) αυτός που λαμβάνεται από τα στέμφυλα, από την πολτώδη μάζα που απομένει μετά την έκθλιψη τών σταφυλιών, ο στεμφυλίτης ή δευτερίας* οίνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυγηφάνιον (κατά τον Πολυδ.) στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τρυγηφάνιον — second neut nom/voc/acc sg τρυγηφάνιος second masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»