-
1 τρυγάνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγάνη
-
2 τυκάνη
τυκάνη, ἡ,
См. также в других словарях:
τρυγάνη — ἡ, Α όργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το αλώνισμα σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τυκάνη*, κατ επίδραση τού ρ. τρυγῶ (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.] … Dictionary of Greek
τυκάνη — η, ΝΜΑ, και τυτάνη Α 1. είδος αλωνιστικού εργαλείου, η δοκάνη 2. είδος κηπουρικού εργαλείου για την διάλυση τών σβώλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύκος + επίθημα άνη (πρβλ. σκαπ άνη). Η λ. απαντά και με τις μορφές τυτάνη (πιθ. αναλογικά προς το τρυτάνη) και… … Dictionary of Greek