Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρυγάνη

См. также в других словарях:

  • τρυγάνη — ἡ, Α όργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το αλώνισμα σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τυκάνη*, κατ επίδραση τού ρ. τρυγῶ (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.] …   Dictionary of Greek

  • τυκάνη — η, ΝΜΑ, και τυτάνη Α 1. είδος αλωνιστικού εργαλείου, η δοκάνη 2. είδος κηπουρικού εργαλείου για την διάλυση τών σβώλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύκος + επίθημα άνη (πρβλ. σκαπ άνη). Η λ. απαντά και με τις μορφές τυτάνη (πιθ. αναλογικά προς το τρυτάνη) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»