Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τροχ-ιός

См. также в других словарях:

  • στρόφις — ιος, ὁ, ΜΑ άνθρωπος εύστροφος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. ις (πρβλ. τρόφ ις, τρόχ ις)] …   Dictionary of Greek

  • τρόφις — ιος, ὁ και ἡ, και τρόφι, τὸ, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής («ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῑδες», Ηρόδ.) 2. (στην ποίηση) ογκώδης, συμπαγής («τρόφι κῡμα κυλίνδεται», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που ανατράφηκε από κάποιον («τρόφις Ἐννοσιγαίου» το δελφίνι,… …   Dictionary of Greek

  • τρόχις — ιος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που βιάζεται καθώς τρέχει, που τρέχει γρήγορα 2. (κατ επέκτ.) αγγελιαφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τρέχω + κατάλ. ις (πρβλ. τρόπ ις: τρέπω, τρόφ ις: τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»