-
1 τροχ-ηλάτης
τροχ-ηλάτης, ὁ, eigtl. der die Räder lenkt, d. i. der den Wagen lenkt, der Wagenlenker, Fuhrmann; Soph. O. R. 806 Eur. Phoen. 39.
-
2 τροχηλάτης
τροχ-ηλάτης, ὁ, eigtl. der die Räder lenkt, = der den Wagen lenkt, der Wagenlenker, Fuhrmann -
3 τροχηλατης
См. также в других словарях:
κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] … Dictionary of Greek