-
1 τροχιζω
1) подвергать колесованию, колесовать Arst., Diod., Anth.2) вращать, кружить(Arst. - v. l. к τροχάζω)
-
2 τροχίζω
μετ.1) точить; 2) упражнять; тренировать -
3 τροχίζω
[трохизо] ρ точить (на станке), оттачивать. -
4 τρουχίζω
см. τροχίζω -
5 τροχάω
см. τροχίζω
См. также в других словарях:
τροχίζω — τροχίζω, τρόχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τροχίζω — ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν νεοελλ. 1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι) 2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό 3 … Dictionary of Greek
τροχίζω — τρόχισα, τροχίστηκα, τροχισμένος και τροχάω 1. ακονίζω κάτι σε ακονιστικό τροχό ή σε ακόνι: Τροχίζει τα ξυράφια του κουρέα. 2. μτφ., εξασκώ, κάνω κάποιον ή κάτι ικανό: Με το διάβασμα τρόχισε τη μνήμη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχιεῖ — τροχίζω break on the wheel fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) τροχίζω break on the wheel fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιζομένων — τροχίζω break on the wheel pres part mp fem gen pl τροχίζω break on the wheel pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιζόμενον — τροχίζω break on the wheel pres part mp masc acc sg τροχίζω break on the wheel pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιζόντων — τροχίζω break on the wheel pres part act masc/neut gen pl τροχίζω break on the wheel pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετροχισμένοι — τροχίζω break on the wheel perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιζομένους — τροχίζω break on the wheel pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιζόμενοι — τροχίζω break on the wheel pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιζόμενος — τροχίζω break on the wheel pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)