-
1 колесо
-а ουδ.1. τροχός, ρόδα•колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•
колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•
ведущее колесо κινητήριος τροχός•
зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•
рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•
гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•
гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•
колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.
2. επίρ. -ом σαν τροχός•кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.
εκφρ.колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•на -ах – σε διαρκές ταξίδι•пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο). -
2 колесо
колесо́с ὁ τροχός, ἡ ρόδα:маховое \колесо ὁ κινητήριος τροχός· рулевое \колесо τό τι-μῶνι, ὁ ὁΐαξ, τό πηδάλιο· гребное \колесо мор. ἡ πτερωτἤ мельничное \колесо ὁ τροχός τοϋ μύλου· ◊ вставлять палки в колеса разг παρεμβάλλω ἐμπόδια, κωλυσιεργώ· ходить \колесом κάνω τούμπες. -
3 шестерня
ο οδοντωτός τροχός, ο οδοντο-τροχόςведущая - οδηγός, κινητήριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шестерня
-
4 колесо
-
5 бор
I.хим. (В) το βόριο.II.лес. о πευκώνας.III.(в зубоврачебном деле) о (οδοντο)τροχός, το οδοντογλύφανο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бор
-
6 диск
ο δίσκος- винта (площадь омета-емая винтом) ав. η επιφάνεια του δίσκου (σχηματισμένη υπό της προβολής μιας στροφής της έλικας)игольчатый - (с - х.) ακτινωτός -, τροχός -компактный - (CD) ψηφιακός -, το σιντί (ξεν)компактный видео- (DVD) ο ψηφιακός βιντεοδίσκος, το ντι-βι-ντίкривошипный - του στροφάλου, η πλάκα του στροφάλουкулачковый - το δισκοειδές έκκεντρο, κνωδακο-φόρος -развёртывающий (тлв.) - σάρωσης- της εξερεύνησης σε έκταση 360°- με οπές/ανοίγμα-ταшкальный - η πλάκα των ενδείξεων, βαθμολογημένος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диск
-
7 дрильбор
мед. ο τροχίσκος, ο τροχός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дрильбор
-
8 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
-
9 круг
1. (часть плоскости, ограниченная окружностью) о κύκλος, ο γύρος* азимутальный - αζιμούθιος -паргелический - (метео) το παρήλιο, παρήλιος -2. тех. о τροχόςзаточный - ακονισμού των εργαλείων/αιχμηρών αντικειμένων3. (замкнутый) филос. о φαύλος κύκλος 4. (спасательный) το κυκλικό σωσίβιο, η σωσίβια κουλούρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круг
-
10 мельничный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мельничный
-
11 напильник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напильник
-
12 паук
1. зоол. η αράχνη 2. тех. о ακτινωτός τροχός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паук
-
13 сателлит
1. (зубчатое колесо планетарной передачи) о δορυφόρος οδοντωτός τροχόςο δορυφόρος του πλανητικού συστήματος των τροχών2. (государство) το κράτος-δορυφόρος 3. астр. ο δορυφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сателлит
-
14 скат
I. 1. (наклонная поверхность) η κλίση 2. (комплект резиновых деталей автомобильного колеса) о τροχός του αυτοκινήτου (με όλα τα εξαρτήματα). II.(рыба) зоол. το σαλάχιэлектрический - η μουδιάστρα, η νάρκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скат
-
15 точило
η ακονόπετρα, ο ακονόλιθοςο τροχός ακονίσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > точило
-
16 храповик
1. (в значении храповой механизм) ο όνυχας (μηχάνημα) 2. (в значении храповое колесо) о όνυχας (τροχός)тормозной - φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > храповик
-
17 барсук
барсукм зоол. ὁ ἀσβός, ὁ ἄρκαλος, ὁ τρόχος. -
18 ведущий
веду́щ||ий1. прич. от вести́·2. прил (главный) ἡγετικός, προεξάρχων:\ведущийая роль ὁ ἡγετικός ρόλος· \ведущийне отрасли промышленности οἱ κυριώτεροι κλάδοι τής βιομηχανίας·3. прил тех. κινητήριος:\ведущийее колесо ὁ κινητήριος τροχός·4. м ἀβ. ὁ ἐπικεφαλής, ὁ ὁδηγός/ мор. ὁ πωτόπλους·5. м (на концерте, в театре) ὁ ὁμιλητής, ὁ κονφερανσιέ. -
19 зубчатый
зубчат||ыйприл ὁδοντωτός:\зубчатыйое колесо ὁ ὁδοντωτός τροχός, τό γρανάζι· \зубчатыйая передача тех. ἡ μετάδοση κίνησης μέ γρανάζια -
20 кобыла
кобылаж1. (лошадь) ἡ φοράδα, ἡ φορβάς'2. спорт. ὁ ίππος·3. (орудие пыток) ист. -ή στρέβλη, ὁ τροχός.
См. также в других словарях:
τροχός — wheel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχος — τροχός wheel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
τροχός — ο 1. μεταλλικός ή ξύλινος κυκλικός δίσκος που περιστρέφεται σε άξονα και που με αυτόν κινούνται τα οχήματα και οι μηχανές, η ρόδα. 2. ό,τι έχει σχήμα τροχού. 3. όργανο βασανιστηρίων στο μεσαίωνα, πάνω στο οποίο πέθαινε ο κατάδικος, αφού του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τροχός τὰ ἀνθρώπινα. — τροχός τὰ ἀνθρώπινα. См. Колесо фортуны … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
τρόχω — τροχός wheel masc nom/voc/acc dual τροχός wheel masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχοῖο — τροχός wheel masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχοῖς — τροχός wheel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχοῖσι — τροχός wheel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)