Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τροχόεις

См. также в других словарях:

  • τροχόεις — round as a wheel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχόεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) στρογγυλός σαν τροχός, κυκλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • τροχόεν — τροχόεις round as a wheel masc voc sg τροχόεις round as a wheel neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχόεντα — τροχόεις round as a wheel neut nom/voc/acc pl τροχόεις round as a wheel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχόεντας — τροχόεις round as a wheel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχόεντες — τροχόεις round as a wheel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχόεντι — τροχόεις round as a wheel masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχόεντος — τροχόεις round as a wheel masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχόεσσα — τροχόεις round as a wheel fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχόεσσαν — τροχόεις round as a wheel fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»