-
1 τρόχος
τρόχος, ὁ, 1) der Lauf, bes. im Kreise herum, der Kreislauf; κάτισϑι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Soph. Ant. 1052, wo Herm. τροχούς schreibt u. durch τροχῶν ἁμίλλας von den Rädern erklärt; ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι Eur. Med. 46, wo es auch zum Folgdn gezogen werden kann. – 2) der Laufplatz, die Laufbahn, bes. die Kreisbahn, Eur. Hipp. 1133. – 3) der Läufer. – 4) der Dachs, Arist. gen. anim. 3, 6.
-
2 τροχός
τροχός, ὁ, eigtl. das was läuft, der Läufer, gew. alles kreisförmig od. scheibenförmig Gerundete, Kreis, Scheibe; κηροῦ, στέατος, eine runde Scheibe Wachs, Talg, Od. 12, 173. 21, 178. 183; die Sonnenscheibe, Ar. Th. 17; bes. – a) das Wagenrad; Il. 6, 42. 23, 394. 517; ἐν πτερόεντι τροχῷ Pind. P. 2, 22; γῆ οὐδ' ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Soph. Ant. 282; σύριγγες ἄνω τροχῶν ἐπεπήδων Eur. Hipp. 1235; dah. τροχοὺς μιμεῖσϑαι, Räder nachahmen, d. i. ein Rad schlagen, Xen. Symp. 2, 22, vgl. 7, 3. – b) das Töpferrad, die Töpferscheibe; Il. 18, 600; τροχῷ ἐλαϑεὶς λύχνος Ar. Eccl. 4; Plat. Rep. IV, 420 e; Sp., wie Pol. 12, 15, 6; Lob. Phryn. 147. – c) das Spielrad der Kinder, auch κρικός, ein großer eiserner od. kupferner Reif, an dem sich viele kleine lose Ringe befanden, die bei der Bewegung klirrten; die Knaben trieben dieses Rad mit einem Stecken, ἐλατήρ, der einen hölzernen Griff und eine gekrümmte, eiserne Spitze hatte, VLL., wie Poll. – Auch bei Schiffen, οἷς τὰ σχοινία δεσμεύουσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 567. – d) das Folterrad, ein wie ein Rad gestaltetes Marterwerkzeug, auf welches Einer gelegt u. gefoltert wurde, ἐπὶ τροχοῦ στρεβλοῦσϑαι, ἕλκεσϑαι, Ar. Lys. 846 Pax 444 Plut. 875; ἐπὶ τὸν τροχὸν ἀναβῆναι, Antiph. 5, 40; ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τὸν τροχόν, Andoc. 1, 43; Dem. 29, 40; Sp., wie Luc. Tox. 28; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 875. – e) bei Plat. Critia. 115 c sind τροχοὶ γῆς, ϑαλάσσης rund von Wasser od. Land eingeschlossene Stücke Land od. Meer, Ronddeele. Vgl. Plut. Lucull. 39. – Uebh. runde Einfassungen, Ringmauern, Bast zu Greg. Cor. 512; Soph. frg. 322. – Ein Theil am Pferdezaum, Poll. 1, 184; vgl. Xen. de re equ. 10, 6.
-
3 γεφῡρόω
γεφῡρόω, dämmen, brücken; Hom. zweimal, in der Bedeutung » dämmen«, nicht »brücken«, vgl. γέφυρα; beide Male in der Form γεφύρωσεν, mit der Arsis des fünften Fußes schließend: Iliad. 15, 357 Ἀπόλλων ῥεῖ' ὄχϑας καπέτοιο βαϑείης ποσσὶν ἐρείπων ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευϑον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται; 21, 245, Achilleus im Skamander, ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεϑρα ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν | εἴσω πᾶσ' ἐριποῦσα, var. lect. Scholl. γεφύρωσεν δὲ κέλευϑον, wie 15, 357. – Uebertr., Ἀτρείδαις νόστον Pind. I. 7, 51; πυρήν, gangbar machen, Her. 2, 107; τὰ δύςμορα Luc. Demon. 1. Gew. überbrücken, Her. 7, 24, 34; τοὺς τῆς ϑαλάττης τροχούς Plat. Critia. 115 e; τοῖς ποταμίοις πλοίοις τὴν διάβασιν Pol. 3, 66, 6; vgl. 1, 10, 9; τὸ στόμα γεφυρούμενον 16, 29, 11; Sp.
-
4 κάτ-οιδα
κάτ-οιδα (οἶδα), inf. κατειδέναι, wohl wissen, genau wissen; ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch. Ag. 4; Soph. Phil. 250 u. öfter, wie Eur.; – c. partic., εὖ γέ τοι κάτισϑι μὴ πολλοὺς ἔτι τροχοὺς Ἡλίου τελῶν, daß du nicht mehr viele Tage leben wirst, Soph. Ant. 1051; mit ὅτι u. ὡς, περί τινος οὐδέν Phil. 549; einsehen, verstehen, οὐ κάτοιδ' ὅπως λέγεις Ai. 264.
-
5 ἀναῤ-ῥίπτω
ἀναῤ-ῥίπτω, in die Höhe werfen, Od. 7, 328 ἀναρ-ρίπτειν ἅλα πηδῷ (vgl. das Vor.), das Meer mit dem Ruder in die Höhe werfen, d. i. rudern; 10, 130 οἱ δ' ἅλα πάντες ἀνέρριψαν, v. l. οἱ δ' ἅμα u. οἱ δ' ἄρα, s. Scholl.; τοὺς τροχούς, ὅσον ἔδει ῥίπτειν ὕψος Xen. Conv. 2, 8; dah. mit einem vom Würfelspiel hergenommenen Ausdruck, vgl. Plut. Caes. 32 Pomp. 60, ἀνεῤῥίφϑω κύβος, alea jacta est, s. Paroem. App. 1, 28; κίνδυνον, sichin eine Gefahr stürzen, Her. 7, 50; Thuc. 4, 95. 6, 13; ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον, alles aufs Spiel setzen, 5, 103; μάχην, es auf das Glück einer Schlacht ankommen lassen, Plut. Caes. 40; τὸν περὶ πατρίδος κύβον διὰ μάχης ἀναῤ. Brut. 40, u. ohne Zusatz, ἐπ'ἀλλοτρίοις ἀναῤῥῖψαι, sich in Gefahrstürzen, Paus.; vgl. Luc. Hermot. 28. Bei D. Hal. 10, 17 στάσιν ἀναῤῥίπτεις, einen Aufruhr erregen.
-
6 κάτοιδα
κάτ-οιδα, wohl wissen, genau wissen; εὖ γέ τοι κάτισϑι μὴ πολλοὺς ἔτι τροχοὺς Ἡλίου τελῶν, daß du nicht mehr viele Tage leben wirst; einsehen, verstehen -
7 τροχός
τροχός, ὁ, eigtl. das was läuft, der Läufer, gew. alles kreisförmig od. scheibenförmig Gerundete, Kreis, Scheibe; κηροῦ, στέατος, eine runde Scheibe Wachs, Talg; die Sonnenscheibe; bes. (a) das Wagenrad; dah. τροχοὺς μιμεῖσϑαι, Räder nachahmen, = ein Rad schlagen; (b) das Töpferrad, die Töpferscheibe; (c) das Spielrad der Kinder, auch κρικός, ein großer eiserner od. kupferner Reif, an dem sich viele kleine lose Ringe befanden, die bei der Bewegung klirrten; die Knaben trieben dieses Rad mit einem Stecken, ἐλατήρ, der einen hölzernen Griff und eine gekrümmte, eiserne Spitze hatte. Auch bei Schiffen; (d) das Folterrad, ein wie ein Rad gestaltetes Marterwerkzeug, auf welches einer gelegt u. gefoltert wurde; (e) τροχοὶ γῆς, ϑαλάσσης rund von Wasser od. Land eingeschlossene Stücke Land od. Meer, Rondeele. Übh. runde Einfassungen, Ringmauern. Ein Teil am Pferdezaum
См. также в других словарях:
τροχούς — τροχός wheel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχους — τροχός wheel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… … Dictionary of Greek