Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τροχιλία

См. также в других словарях:

  • τροχιλία — τροχιλίᾱ , τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc/acc dual τροχιλίᾱ , τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλία — η, ΝΜΑ βλ. τροχαλία …   Dictionary of Greek

  • τροχιλίας — τροχιλίᾱς , τροχιλία block and tackle equipment fem acc pl τροχιλίᾱς , τροχιλία block and tackle equipment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίαι — τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc pl τροχιλίᾱͅ , τροχιλία block and tackle equipment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίαν — τροχιλίᾱν , τροχιλία block and tackle equipment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλιῶν — τροχιλία block and tackle equipment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίαις — τροχιλία block and tackle equipment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίαισι — τροχιλία block and tackle equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίης — τροχιλία block and tackle equipment fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • τροχιλιακός — ή, ό, Ν [τροχιλία] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιλία 2. φρ. α) «τροχιλιακός βόθρος» ανατ. βόθρος στο άνω τοίχωμα τού οφθαλμικού κόγχου όπου προσφύεται η τροχιλία β) «τροχιλιακό νεύρο» ανατ. κινητικό εγκεφαλικό νεύρο στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»