-
1 τροχιαίς
-
2 τροχιαῖς
См. также в других словарях:
τροχιαῖς — τροχιά wheel track fem dat pl τροχιός round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τροχιαίς
2 τροχιαῖς
τροχιαῖς — τροχιά wheel track fem dat pl τροχιός round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)