-
121 ευπεπτος
-
122 εφημερος
-
123 ζεω
(impf. ἔζεον - эп. ζέον, fut. ζέσω, aor. ἔζεσα - эп. ζέσσα; aor. pass. ἐζέσθην)1) кипеть, закипать(λέβης ζεῖ Hom.; τὸ ζέον ὕδωρ Arst.; ζέουσα τροφή Plut.)
2) бурлить, клокотатьλίμνη ζέουσα ὕδατος καὴ πηλοῦ Plat. — болото, в котором бурлит смешанная с илом вода;
τῆς θαλάσσης ζεσάσης Her. — когда море взволновалось;ὅ οἶνος ζεῖ Plat. — вино пенится, Arst. вино бродит3) перен. волноваться, быть неспокойнымὀργέ ζέουσα Aesch. — гневное волнение;
τῷ πνεύματι ζέοντες NT. — пылкие духом4) кишеть(σχωλήκων, φθειρσί Luc.)
5) перен. возбуждать, волновать, разгорячать(θυμὸν ἐπὴ Τροίῃ Anth.)
-
124 ζωοφαγια
ἥ употребление в пищу мяса животных -
125 καθαρος
31) чистый, незагрязненный, опрятный(εἵματα Hom.; ἱμάτιον Arst.)
2) опрятный, чистоплотный(κατὰ τὸ σῶμα Plat.; περὴ ἐσθῆτα Arst.)
3) свободный от примесей, т.е. высокого качества(χρυσός, ἄρτος Her.; ἀργύριον Theocr.; τροφή Arst.)
4) прозрачный(ποταμός Her.; ὕδατα, δρόσοι Eur.; ὑγρότης Arst.)
5) яркий(φέγγος, φάος Pind.; χρόαι Arst.)
ἐν καθαρῷ ἡλίῳ Plat. — на ярком солнце6) чистый, ясный(φωναί Arst.)
7) ясный, безоблачный(δύσεις Arst.)
8) подлинный, настоящий(σπέρμα θεοῦ Pind.)
9) открытый, широкий(λειμών Theocr.)
10) (нравственно) чистый, честный(κατὰ τέν ψυχήν Plat.; κ. τῇ καρδίᾳ NT.)
11) чистый, безукоризненный, безупречный, незапятнанный, неоскверненный(θάνατος Hom.; χεῖρες, βωμοί Aesch.; θύματα Eur.)
12) свободный13) чистый, непричастный(ἀδικίας, τῶν κακῶν Plat.; ἀγορὰ καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων Arst.)
κ. τῶν σημηΐων Her. — не имеющий (особых) примет, т.е. без порока14) правильный, точный(ψῆφοι Dem.)
15) ( подобно римским dies fasti) священный, неприсутственный(ἡμέραι Plat.)
-
126 καταπεσσω
атт. καταπέττω и *καταπέπτω (fut. καταπέψω)1) переваривать(ἕως ἂν καταπεφθῇ ἥ τροφή Arst.; καταπέττεσθαι ῥᾳδίως Plut.)
2) подавлять в себе, сдерживать, скрывать(χόλον Hom.)
3) носить в себе, т.е. не проявлять(μέγαν ὄλβον Pind.)
-
127 κοπρωδης
-
128 μαγειρικως
См. также в других словарях:
τροφή — τροφή, η και θροφή, η με ό, τι τρέφεται κανείς, τρόφιμο, φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφή — nourishment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… … Dictionary of Greek
τροφῇ — τρέφω thicken pres subj mp 2nd sg (epic) τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic) τρέφω thicken pres subj act 3rd sg (epic) τροφέω serve as a wet nurse pres subj mp 2nd sg τροφέω serve as a wet nurse pres ind mp 2nd sg τροφέω serve as a wet nurse… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῆ — τροφεύς one who brings up masc nom/voc/acc dual τροφεύς one who brings up masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῆι — τροφῇ , τρέφω thicken pres subj mp 2nd sg (epic) τροφῇ , τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic) τροφῇ , τρέφω thicken pres subj act 3rd sg (epic) τροφῇ , τροφέω serve as a wet nurse pres subj mp 2nd sg τροφῇ , τροφέω serve as a wet nurse pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρί — Τροφή η οποία προέρχεται από το γάλα, μετά από μια διαδικασία ωρίμανσης, που συντελείται με τη χρησιμοποίηση διαφόρων μικροβίων, κυρίως βακτηρίων, που προκαλούν τις διάφορες ζυμώσεις. Υπάρχουν, γενικά δύο είδη τ.: τα μαλακά και τα σκληρά. Η… … Dictionary of Greek
τροφαῖς — τροφή nourishment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαῖσι — τροφή nourishment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαῖσιν — τροφή nourishment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαί — τροφή nourishment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)