Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τροφόεις

См. также в других словарях:

  • τροφόεις — εσσα, εν, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής 2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • τροφόεν — τροφόεις well fed masc voc sg τροφόεις well fed neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφόεντα — τροφόεις well fed neut nom/voc/acc pl τροφόεις well fed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»