-
1 τροφόεις
τροφόεις, εσσα, εν, dick, groß, κύματα τροφόεντα, Od. 3, 290 Il. 15, 621. Vgl. τρόφις.
-
2 τροφόεις
τροφόεις, εσσα, εν, dick, groß -
3 τρόφις
τρόφις, τρόφι, wohlgenährt oder zusammengeballt ( τρέφω), seist, stark, groß; τρόφι κῦμα, die große Woge, Il. 11, 307, vgl. τροφόεις; von Menschen, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῖδες, wenn die Kinder groß werden, Her. 4, 9. – Bei Opp. Hal. 3, 634 heißt der Delphin τρόφις Ἐννοσιγαίου, der Zögling des Poseidon, wo Schneider τρόχις lies't.
См. также в других словарях:
τροφόεις — εσσα, εν, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής 2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
τροφόεν — τροφόεις well fed masc voc sg τροφόεις well fed neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφόεντα — τροφόεις well fed neut nom/voc/acc pl τροφόεις well fed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek