Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τροφοδοτώ

  • 1 продовольствие

    продовольствие с τα τρόφιμα· снабдить \продовольствием τροφοδοτώ
    * * *
    с
    τα τρόφιμα

    снабди́ть продово́льствием — τροφοδοτώ

    Русско-греческий словарь > продовольствие

  • 2 питать

    ρ.δ.μ.
    1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, ζω. || παλ. τροφοδοτώ, παρέχω τα προς του ζειν.
    2. εφοδιάζω•

    питать город электричеством εφοδιάζω (τροφοδοτώ)ιΓτην πόλη με ηλεκτρισμό.

    3. μτφ. έχω, διατηρώ•

    питать ненависть τρέφω μίσος•

    питать надежду τρέφω ελπίδα•

    питать отвращение (к кому) απεχθάνομαι (κάποιον) αντιπαθώ.

    1. τρέφομαι, θρέφομαι, συντηρούμαι, ζω. || σιτίζομαι.
    2. τροφοδοτούμαι.
    3. εφοδιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > питать

  • 3 питать

    1. (горючим, сырьём и т.п.) τροφοδοτώ 2. (энергией) παρέχω ενέργεια 3 (давать кому-л. пищу, кормить) τρέφω, ταίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > питать

  • 4 подавать

    δίνω, δίδω, προσδίδω, παρέχω, προσφέρω, τροφοδοτώ
    - вперёд - προωθώ, προχωρώ

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подавать

  • 5 снабжать

    1. (питать) εφοδιάζω 2. (обеспечивать) τροφοδοτώ, προμηθεύω 3. (предусматривать, устраивать) εξοπλίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снабжать

  • 6 питать

    питать
    несов
    1. τρέφω, θρέφω, διατρέφω / σιτίζω, τροφοδοτώ (тж. воен., тех.)·
    2. перен (чувствовать) αἰσθάνομαι, νοιώθω, τρέφω:
    \питать злобу ἐχθρεύομαι· \питать ненависть μισώ, τρέφω μίσος· \питать отвращение αἰσθάνομαι ἀπέχθεια· \питать симпатию τρέφω συμπάθεια.

    Русско-новогреческий словарь > питать

  • 7 подавать

    подавать
    несов
    1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:
    \подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν
    2. (на стол) σερβίρω:
    обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·
    3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:
    \подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·
    5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > подавать

  • 8 поддержать

    поддержать
    сов, поддерживать несов
    1. (под руку и т. п.) ὑποβαστάζω, κρατώ, στηρίζω·
    2. перен (помогать) ὑποστηρίζω, βοηθώ:
    \поддержать морально ὑποστηρίζω ήθικά, ἐνθαρρύνω·
    3. перен (мнение, предложение, кандидатуру и т. п.) ὑποστηρίζω·
    4. (не давать прекратиться, сохранять) διατηρώ / τηρῶ (порядок, дисциплину и т. п.):
    \поддержать дружественные отношения διατηρώ φιλικές σχέσεις· \поддержать переписку ἔχω ἀλληλογραφία· \поддержать надежду ὑποθάλπω τήν ἐλπίδα· \поддержать разговор τροφοδοτώ τή συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > поддержать

  • 9 провиант

    провиант
    м· уст. οἱ προμήθειες, τά τρόφιμα:
    снабжать \провиантομ τροφοδοτώ, ἐπι-σιτίζω.

    Русско-новогреческий словарь > провиант

  • 10 снабдить

    снабдить
    сов, снабжать несов ἐφοδιάζω/ τροφοδοτώ, ἐπισιτίζω (продовольствием):
    \снабдить книгу предисловием βάζω πρόλογο στό βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > снабдить

  • 11 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

См. также в других словарях:

  • τροφοδοτώ — τροφοδοτώ, τροφοδότησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τροφοδοτώ — τροφοδότησα, τροφοδοτήθηκα, τροφοδοτημένος 1. δίνω τρόφιμα, κάνω τροφοδοσία, ταΐζω. 2. δίνω σε κάτι για συντήρηση ή λειτουργία του τα αναγκαία υλικά: Τροφοδοτώ τη φωτιά με ξύλα. 3. δίνω συστηματικά: Ο τύπος τροφοδοτεί καθημερινά την κοινή γνώμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφοδοτώ — Ν 1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές 2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος 3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τροφοδότηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροφοδοτώ, η παροχή τροφίμων 2. συνεκδ. συστηματική παροχή 3. (κατ΄ επέκτ.) α) η χορήγηση της αναγκαίας ενέργειας και τών αναγκαίων υλικών για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος β) παροχή ή… …   Dictionary of Greek

  • διατρέφω — (AM διατρέφω) 1. τρέφω, τροφοδοτώ, παρέχω τα απαραίτητα για συντήρηση 2. παθ. υποστηρίζομαι συνεχώς …   Dictionary of Greek

  • εμβρωματίζω — ἐμβρωματίζω (AM) 1. δίνω τροφή, τροφοδοτώ 2. (παθ. και μέσ.) τρώω …   Dictionary of Greek

  • καταπορίζω — (Α) επανέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πορίζω «φέρνω, τροφοδοτώ» (< πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • καταρδεύω — (AM) 1. ποτίζω, καταβρέχω 2. αναζωογονώ («τῇ τοῡ ἁγίου πνεύματος καταρδευόμενοι χάριτι», Κύριλλ.) μσν. 1. τρέφω, τροφοδοτώ 2. ευφραίνω …   Dictionary of Greek

  • λυχνιάζω — (Α) [λυχνία] τροφοδοτώ λύχνο με λάδι …   Dictionary of Greek

  • παρεμβάλλω — ΝΑ [εμβάλλω] 1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο») 2. μέσ. παρεμβάλλομαι αναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνω αρχ. 1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε… …   Dictionary of Greek

  • προσπορίζω — ΝΑ 1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσπορίζομαι προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως αρχ. 1. μαθημ. προσθέτω 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν (κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πορίζω «φέρω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»