-
1 τροπικον
-
2 τροπικόν
τροπικόςof the solstice: masc acc sgτροπικόςof the solstice: neut nom /voc /acc sg -
3 έτος
το год;έτος αστρικόν (σεληνιακόν) — звёздный (лунный) год;
ηλιακόν ( — или τροπικόν) έτος — тропический год;
έτος φωτός — световой год;
έτος πολιτικόν — календарный год;
τό τρέχον έτος — текущий год;
οικονομικόν έτος — бюджетный, финансовый год;
σχολικόν έτος — учебный год (в школе);
ακαδημαϊκό[ν] έτος — академический год, учебный год (в университете);
δίσεκτον έτος — високосный год;
τό (προ)παρελθόν έτος — в (поза)прошлом году;
στο επόμενο έτος — в будущем году;
τό ιδιο έτος — в том же году;
προ ετών давно;προ δύο ετών два года назад;κατ' έτος — ежегодно;
δίς τού έτους два раза в год;στη διάρκεια τού ετους в течение года; μετά παρέλευσιν έτους по истечении года; είναι τριών ετών ему три года; ενός έτους годовалый;§ η πρώτη τού έτους — или τό νέον έτος — новый год;
-
4 τροπικός
A of the solstice, ὁ τ. (sc. κύκλος ) the tropic or solstice as marked on the sphere, Arist.Mete. 343a14 (with κύκλος, Jul.Or.4.147c); τ. χειμερινός, θερινός, Porph.Antr.21;ζῶναι Placit.3.11.4
; οἱ τ. (sc. κύκλοι) Arist.Mete. 345a6, 346a14, al., cf. Arat. 528, Plu.2.429f; τὰ τ. ζῴδια the signs of the zodiac in which the solstices and the equinoxes are situated, S.E.M.5.6; soτ. ζῷα Man.2.382
; and abs.,τροπικά Id.3.41
, 6.359; but used of Cancer and Capricorn only, opp. ἰσημερινά (Aries and Libra), Ptol.Tetr.31, etc.II Rhet., tropical, figurative, τ. λέξις a figurative expression, D.H.Th.23, etc.;τὸ ποιητικὸν καὶ τ. Phld.Rh.1.157
S.;αἱ τ.
tropes,Longin.
32.6. Adv.- κῶς Phld.Rh.1.154
S., Ath.3.76c.2 in Stoic Logic τροπικόν = συνημμένον ἢ διεζευγμένον ἀξίωμα (v.συνάπτω A. 111.3
, ), Stoic.2.77, al., Arr Epict.1.29.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπικός
См. также в других словарях:
τροπικόν — τροπικός of the solstice masc acc sg τροπικός of the solstice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπικό — το, Ν φρ. «τροπικό οξύ» χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, υδροοξύ γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 2 φαινυλο 3 υδροξυ προπανοϊκό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropic (acid) < a tropic (< atrop ine … Dictionary of Greek
τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… … Dictionary of Greek