-
1 τροπαίε
-
2 τροπαῖε
-
3 τροπαί'
τροπαῖαι, τροπαίαan alternating wind: fem nom /voc plτροπαῖα, τροπαῖοςof a turning: neut nom /voc /acc plτροπαῖε, τροπαῖοςof a turning: masc voc sgτροπαῖαι, τροπαῖοςof a turning: fem nom /voc pl -
4 τροπαῖ'
τροπαῖαι, τροπαίαan alternating wind: fem nom /voc plτροπαῖα, τροπαῖοςof a turning: neut nom /voc /acc plτροπαῖε, τροπαῖοςof a turning: masc voc sgτροπαῖαι, τροπαῖοςof a turning: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
τροπαῖε — τροπαῖος of a turning masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης 3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος,… … Dictionary of Greek
τροπαῖ' — τροπαῖαι , τροπαία an alternating wind fem nom/voc pl τροπαῖα , τροπαῖος of a turning neut nom/voc/acc pl τροπαῖε , τροπαῖος of a turning masc voc sg τροπαῖαι , τροπαῖος of a turning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)