Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τροπαῖε

См. также в других словарях:

  • τροπαῖε — τροπαῖος of a turning masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης 3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος,… …   Dictionary of Greek

  • τροπαῖ' — τροπαῖαι , τροπαία an alternating wind fem nom/voc pl τροπαῖα , τροπαῖος of a turning neut nom/voc/acc pl τροπαῖε , τροπαῖος of a turning masc voc sg τροπαῖαι , τροπαῖος of a turning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»