-
1 τρομώδης
τρομ-ώδης, ες,A trembling, quivering,τρομώδεις ἔθνῃσκον Str.15.2.6
;σάρξ Plu.2.689c
; of delirious persons, χεῖρες, γλῶσσαι, Hp.Acut.42, Prorrh.1.20;πυρετοί Id.Fract. 11
. Adv.- δῶς Gal.7.69
, Steph. in Hp. 1.99D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρομώδης
См. также в других словарях:
θαλλινώδης — θαλλινώδης, ῶδες (Α) (για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ευ ώδης, τρομ ώδης] … Dictionary of Greek
καμπυλώδης — καμπυλώδης, ες (Μ) (για τα φρύδια) καμπυλοειδής, καμαρωτός, αμυγδαλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ζοφ ώδης, τρομ ώδης)] … Dictionary of Greek