Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρομοκρατική

  • 1 πράξη

    [-ις (-εως)] η
    1) поступок, акт, действие, дело; акция (книжн.);

    καλή πράξη — доброе дело;

    ευγενική πράξη — благородный поступок;

    τρομοκρατική πράξη — террористический акт;

    εγκληματικές πράξεις — преступные действия;

    2) практика, дело;

    στην πράξη — на практике, на деле;

    στην πράξη κι' όχι στα λόγια — не на словах, а на деле;

    3) практика, опыт; навык, сноровка;

    μου λείπει η πράξη — у меня нет практических навыков, опыта, я неопытен;

    4) сделка, операция;

    εμπορική πράξη — торговая сделка;

    χρηματιστηριακή πράξη — финансовая, биржевая операция;

    5) акт (документ);

    συμβολαιογραφική πράξη — нотариальный акт;

    ληξιαρχική πράξη — акт гражданского состояния;

    συντάσσω την πράξη της πούλησης τού σπιτιού — составлять акт о продаже дома;

    6) постановление, решение;
    7) театр. действие, акт;

    δράμα εις πράξεις τρείς — драма в трёх действиях;

    8) мат. действие;

    αριθμητική πράξη — арифметическое действие;

    9) совокупление, половое сношение;

    § κάνω πράξη (τίς αποφάσεις) — осуществлять, реализовать, проводить в жизнь (решения);

    γίνομαι πράξη — осуществляться, становиться реальностью, былью

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πράξη

См. также в других словарях:

  • Νοέμβρη, 17 — Τρομοκρατική οργάνωση στην Ελλάδα. Η δράση της άρχισε στις 23 Δεκεμβρίου 1975 με τη δολοφονία του επικεφαλής της CIA στην Ελλάδα Ρίτσαρντ Γουέλς. Συνεχίστηκε με δολοφονίες ή απόπειρες δολοφονιών εναντίον αστυνομικών, δημοσιογράφων, βουλευτών,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλεπαναστάτες — Οπαδοί ρωσικού κόμματος, που ιδρύθηκε το 1900 από τον Τσέρνοφ. Το κόμμα προερχόταν από τις τάξεις του ρωσικού σοσιαλισμού, του οποίου υιοθέτησε το πρόγραμμα και την τρομοκρατική δράση του. Οι σ. έστρεψαν ταυτόχρονα την προσοχή τους στους αγρότες …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …   Dictionary of Greek

  • δράση — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για τα μεγέθη που ορίζουν ορισμένες ιδιότητες των κλασικών και κβαντικών μηχανικών συστημάτων. Οι φυσικές διαστάσεις των ιδιοτήτων αυτών προκύπτουν από το γινόμενο ενέργειας επί χρόνο. Στην αναλυτική… …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… …   Dictionary of Greek

  • Αγγελόπουλος, Παναγιώτης — (Βλαχόραφτι Γορτυνίας 1909 – 2001). Επιχειρηματίας και ευεργέτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Α. μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια και το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μαζί με τον πατέρα του και τους δύο αδερφούς του. Τότε επιδόθηκαν στην… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»