-
1 τρομερά
τρομερόςtrembling: neut nom /voc /acc plτρομερά̱, τρομερόςtrembling: fem nom /voc /acc dualτρομερά̱, τρομερόςtrembling: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 τρομερά
επίρρ. ужасно, невероятно;είναι τρομερά τσιγκούνης — он невероятно скупой
-
3 τρομερά
müthiş, korkunç, dehşetli -
4 τρομεράν
τρομερά̱ν, τρομερόςtrembling: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 τρομεράς
τρομερά̱ς, τρομερόςtrembling: fem acc pl -
6 страшно
страшн||о1. нареч φοβερά, τρομερά·2. нареч (сильно) разг φοβερά, τρομερά, πάρα πολύ:я \страшно обрадовался χάρηκα φοβερά·3. предик безл:\страшно подумать... εἶναι τρομερό νά σκέπτεται κανείς...· мне \страшно φοβούμαι. -
7 φρίκη
φρίκη, ἡ, 1) Unebenheit, Rauhheit. – 2) Schauder, Plat. Phaedr. 251 a; bes. Fieberschauder, Fieberfrost, φρίκη ἐν ῥέϑεϊ σκηρίπτεται Nic. Ther. 721; – auch übtr., die mit heiligem Schauer verbundene Ehrfurcht vor der Gottheit, τοίαν φρίκην παρέχεις μοι Soph. O. R. 1306; Her. 6, 134; πᾶσι φρίκην πρὸς τὸ ϑεῖον ἐγγίγνεσϑαι Xen. Cyr. 4, 2,15; τρομερά Eur. Troad. 185.
-
8 воображать
вообра||жатьнесов φαντάζομαι, βάζω στό νοῦ μου:\воображатьжаю, каким ты стал φαντάζομαι πῶς θά ἔγινες· \воображатьжать всякие ужасы βάζω στό νοῦ μου τρομερά πράγματα· она \воображатьжала себя актрисой θεωρούσε τόν ἐαυτό τής ἡθοποιό· ◊ много о себе \воображатьжать разг ἔχω μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἐαυτό μου. -
9 ужасный
ужасн||ыйприл1. (страшный) φρικτός, φρικαλέος, τρομερός:\ужасный вид ἡ φρικτή ὅψη· \ужасныйое несчастье τό τρομερό δυστύχημα· \ужасныйое положение ἡ τρομερή (или φρικτή) κατάσταση·2. (плохой) φρικτός, φοβερός, ἀπαίσιος:у него \ужасный характер ἔχει ἀπαίσιο χαρακτήρα·3. (чрезмерный, очень сильный) φοβερός, τρομερός:\ужасный ветер ὁ φοβερός ἄνεμος· он \ужасный трус εἶναι τρομερά δειλός. -
10 τρομεράι
-
11 τρομερᾶι
-
12 horribly
adverb τρομερά,φριχτά -
13 terrifically
[tə'rifikəli]adverb (very (much): She enjoyed herself terrifically.) τρομερά -
14 жутко
επίρ.1. φοβερά κλπ. επ.2. ως κατηγ. φοβούμαι•мне жутко με πιάνει ο φόβος•
мне что-то жутко έχω κάποιο φόβο, ανησυχώ.
3. (απλ.) πολύ, εξαιρετικά, φοβερά, τρομερά. -
15 наголодаться
ρ.σ. πεινώ τρομερά• λιμάζω. -
16 наполнить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наполненный, βρ: -нен, -а, -о. (κυρλξ. κ. μτφ.) γεμίζω, πληρώ•наполнить корзину грибами γεμίζω το καλάθι με μανιτάρια•
наполнить стакан вином γεμίζω το ποτήρι κρασί•
наполнить сердце тревогой εμβάλλω μεγάλο φόβο, εμφοβίζω τρομερά.
|| παραγεμίζω, υπερπληρώ.γεμίζω, πληρούμαι• πλημμυρίζω•комната -лась дымом το δωμάτιο γέμισε καπνό•
душа грустью -лась η ψυχή πλημμύρισε από θλίψη•
сердце -лось надеждой η καρδιά γέμισε ελπίδες.
-
17 страшно
1. επίρ. φοβερά, τρομερά, υπερβολικά• δεινώς•он страшно глуп αυτός είναι υπερβολικά κουτός.
2. ως κατηγ. είναι φοβερό•мне φοβούμαι.
См. также в других словарях:
τρομερά — τρομερός trembling neut nom/voc/acc pl τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc/acc dual τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομερᾶι — τρομερᾷ , τρομερός trembling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομεράν — τρομερά̱ν , τρομερός trembling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομεράς — τρομερά̱ς , τρομερός trembling fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομερός — ή, ό / τρομερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.) νεοελλ. 1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη») β) (για… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αινογένειος — αἰνογένειος, ον (Α) αυτός που έχει τρομερά σαγόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γένειος < γένειον «το πιγούνι» < γένος] … Dictionary of Greek
αινοπλήξ — αἰνοπλὴξ ( ῆγος), ο (Α) αυτός που προκαλεί τρομερό πλήγμα, που χτυπάει τρομερά «αἰνοπλὴξ ἔχιδνα» (Νικ. Θηρ. 517). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + πληξ < πλήττω] … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
ατηρός — ἀτηρός, ά, όν (Α) Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή 2. ολέθριος, καταστρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» καταστροφή, συμφορά II. επίρρ. ἀτηρῶς τρομερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός <… … Dictionary of Greek
δεινόπους — δεινόπους, ουν (Α) αυτός που έχει τρομερά στην ταχύτητα πόδια, ο πολύ γρήγορος, («δεινόπους Ἀρά») … Dictionary of Greek