-
1 τρι-φανής
τρι-φανής, ές, dreifach erscheinend, Dion. Areop.
-
2 τριφανής
τρι-φανής, ές, dreifach erscheinend
См. также в других словарях:
τριφανής — (I) ές, Α αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῡ ἀρχικοῡ κάλλους... τριφανοῡς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής]. (II) ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού σποδούμενο … Dictionary of Greek