-
1 τρι-σώματος
τρι-σώματος, dreileibig, drei Leiber habend; Γηρυών Aesch. Ag. 844; vgl. Eur. Herc. Fur. 423; von der Chimära, Ion 204; κύων, Herc. Fur. 24.
-
2 τρισώματος,
τρι-σώματος, u. τρί-σωμος, dreileibig, drei Leiber habend; von der Chimära -
3 τρίσωμος
τρι-σώματος, u. τρί-σωμος, dreileibig, drei Leiber habend; von der Chimära -
4 τρισώματος
τρι-σώμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρισώματος
-
5 σῶμα
Grammatical information: n.Meaning: `living or dead body' (Il.; in Hom. the meaning `corpse' is necessary or possible; cf. Herter Charites E. Langlotz gewidmet [Berlin 1957] 206ff. w. lit.), `person' (Att. etc.), `slave' (hell. a. late.; on development and spread of the meaning E. Kretschmer Glotta 18, 80 f.); metaph. `totality' (A., Pl., Arist. etc.), `text of a document' (pap.).Compounds: Compp., e.g. σωματο-φύλαξ `bodyguard' (hell. a. late); univerbation σωμ-ασκ-ία f. `bodily exercise' (Pl., X. a.o.) from σῶμα ἀσκέω; to this as backformation σω-μασκ-έω `to do bodily exercise' (X., Plb. etc.); τρι-σώματος `three-bodied' (A., E.), late τρί-σωμος `id.' (An. Ox.); on the stemvariation s. Schwyzer 450.Derivatives: 1. Dimin. σωμάτ-ιον n. (Pl. Com., Arist. etc.; mostly depreciatory). 2. - ίδιον n. `text of a document' (pap.). 3. - εῖον n. `corporate body, college' ( Cod. Just.). 4. - ικός `bodily' (Arist. etc.), - ινος `id.' (gloss.), - ώδης `bodily' (Arist. a.o.). 5. - όομαι, - όω ( ἐν-, ὑπο-) `to be embodied, to embody' (Arist., Thphr. a.o.) with - ωσις f. (Thphr. a.o.). 6. - ίζω ( δια-, ἐν-) `to edit a text' with - ισμός m. (pap.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: For `body' the IE languages have several expressions, of which only Lat. corpus a. cogn. (e.g. Skt. kr̥p-) has found a wide use and can claim a high date. A convincing connection for the Greek formation σῶ-μα has not been found. Formally resemble both σω-λήν and σω-ρός; if one connects the last, σῶμα must continue *tu̯ō-mn̥ with a basic meaning `compactness, swelling' (since Froehde BB 14, 108). Other proposals, all for diff. reasons doubtable or uncertain: from *σῶπ-μα to σήπομαι, σαπρός (Wackernagel KZ 30, 298f. = Kl. Schr. 1, 661 f.); to ἐπί-σσωτρον (Schwyzer 523; asking); from *[s]ti̯ō-mn̥ "what becomes stiff" to Skt. styā- `flow, get stiff' (Thieme KZ 78, 114 A. 4); to σίνομαι (abl. sō[i]-: sī-) as `object of σίνεσθαι' (Koller Glotta 37, 276 ff.; agreeing Harrison The Phoenix 14, 64). -- Cf. σωρός; also W.-Hofmann s. tōmentum.Page in Frisk: 2,842-843Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῶμα
-
6 τρισωματος
См. также в других словарях:
ευσώματος — η, ο (Α εὐσώματος, ον) αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος, τρι σώματος] … Dictionary of Greek
λειοσώματος — λειοσώματος, ον (Α) (για ζώα, ιδίως ψάρια) αυτός που έχει λείο, γλιστερό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + σώματος(< σῶμα), πρβλ. απαλο σώματος, τρι σώματος] … Dictionary of Greek
τρισώματος — η, ο / τρισώματος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει τρία σώματα, τρεις κορμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σώματος (< σῶμα, ατος), πρβλ. ἀ σώματος] … Dictionary of Greek
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τριέλκων — ο, Ν (λόγ. τ.) τρίχηλη χειρουργική λαβίδα για εξαγωγή ξένου σώματος από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έλκω] … Dictionary of Greek
τρικέφαλος — η, ο / τρικέφαλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία κεφάλια νεοελλ. φρ. «τρικέφαλος μυς» (ανατ. φυσιολ.) ονομασία δύο μυών τού ανθρώπινου σώματος, τού τρικέφαλου βραχιονίου και τού τρικέφαλου κνημιαίου, οφειλόμενη στην τριπλή έκφυσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
τριπλός — ή, ό / τριπλοῡς, ῆ, oῡv, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τριπλούς, ή, ούν, Ν, και τριπλόος, η, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη ή αυτός που επαναλαμβάνεται τρεις φορές (α. «τριπλό χτύπημα» β. «ξένοι ποτὲ λησταί φονεύουσ ἐν τριπλαῑς ἁμαξιτοῑς», Σοφ. γ … Dictionary of Greek