Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρι-πάλα(ι)στος

См. также в других словарях:

  • τετραπάλα(ι)στος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + παλαστή / παλαιστή «παλάμη» (πρβλ. τρι πάλα[ι]στος)] …   Dictionary of Greek

  • πενταπάλαιστος — και πενταπάλαστος και πεντεπάλαστος και πεντεπάλαιστος, ον, Α αυτός που έχει πλάτος ή μήκος πέντε παλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + παλαστή / παλαιστή «παλάμη» (πρβλ. τρι πάλα[ι]στος)] …   Dictionary of Greek

  • τριπάλαστος — και τριπάλαιστος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παλαστή / παλαιστή «παλάμη» (πρβλ. πεντα πάλα[ι]στος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»