-
1 τρι-πέδων
-
2 τριπέδων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπέδων
-
3 τριπέδων
τρι-πέδων, ωνος, ὁ, ein böser Sklave, der dreimal, = oft die Fesseln getragen hat
См. также в других словарях:
τριπέδων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ δούλος ή κακοποιός που τού έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι πέδων] … Dictionary of Greek