-
1 τρι-πάρθενος
τρι-πάρθενος, aus drei Jungfrauen bestehend; ζεῦγος Soph. frg. 490; Eur. El. 125.
-
2 τριπάρθενος
См. также в других словарях:
τριπάρθενος — ον, Α ομάδα από τρεις παρθένους, από τρεις κόρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παρθένος] … Dictionary of Greek