-
1 τρι-οδοντική
τρι-οδοντική, ἡ, sc. τέχνη, das Fischen mit dem Dreizacke, Pol. 7, 139.
-
2 τριοδοντική
τρι-οδοντική, ἡ, u. τρι-οδοντία, ἡ, sc. τέχνη, das Fischen mit dem Dreizacke
1 τρι-οδοντική
τρι-οδοντική, ἡ, sc. τέχνη, das Fischen mit dem Dreizacke, Pol. 7, 139.
2 τριοδοντική