-
1 τρι-κόλουρος
τρι-κόλουρος, dreimal abgestutzt, πυραμίς, Nic. ar. 2, 14.
-
2 τρικόλουρος
См. также в других словарях:
τρικόλουρος — ον, Α (για πυραμίδα) ο τρεις φορές κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόλουρος «κολοβός» (πρβλ. πεντα κόλουρος)] … Dictionary of Greek