-
1 τρι-γερήνιος
τρι-γερήνιος, dreimal so alt wie der Gerenier Nestor, M. Ant. 4, 50.
-
2 τριγερήνιος
См. также в других словарях:
τριγερήνιος — ον, Α αυτός που έχει τριπλάσια ηλικία από τον Γερήνιο Νέστορα, ο υπέργηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + Γερήνιος, προσωνυμία τού Νέστορος (< Γερηνία, αρχαία πόλη τής Λακωνικής)] … Dictionary of Greek