-
1 τριάντος
τριάξωfut part act masc /neut gen sg (doric aeolic)τριάζωconquer: fut part act masc /neut gen sg (doric aeolic) -
2 τριᾶντος
τριάξωfut part act masc /neut gen sg (doric aeolic)τριάζωconquer: fut part act masc /neut gen sg (doric aeolic) -
3 τριᾶς
См. также в других словарях:
τριᾶντος — τριάξω fut part act masc/neut gen sg (doric aeolic) τριάζω conquer fut part act masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάς — (I) άδος, η, ΝΜΑ βλ. τριάδα. (II) ᾱντος, ό Α 1. σικελικό νόμισμα ίσο προς το ένα τρίτο τής λίτρας, δηλ. ίσο προς τέσσερεις ουγγιές 2. (κατά τον Ησύχ.) «τριᾱντος πόρνη λαμβάνουσα τριᾱντα, ὅ ἐστι λεπτὰ εἴκοσι (κα )». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση… … Dictionary of Greek