-
1 τριᾱκοντά-κλινος
τριᾱκοντά-κλινος, von dreißig Bett- od. Tischlagern; Plut. Symp. 5, 5; Ath. XII, 541 c.
-
2 τριᾱκοντάκλινος
τριᾱκοντά-κλινος, von dreißig Bett- od. Tischlagern
См. также в других словарях:
τριακοντάκλινος — ον, Α 1. αυτός που έχει τριάντα κλίνες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάκλινον έπιπλο τής εφορίας στο οποίο υπήρχαν τριάντα χώροι για να τοποθετούνται οι λογαριασμοί τών τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρί… … Dictionary of Greek