-
1 τριόδους
II [full] τριόδους, ὁ, as Subst., = τρίαινα, trident, Pi.O. 9.30, I.8(7).37, Pae.4.43;Ποσειδάνιος τ. B.Fr.6
; trident, leister, for spearing fish, Pl.Sph. 220c, Epicr.7, Arist.Fr. 338, Thphr.Fr. 178, Inscr.Délos 1408 D8 (ii B. C.), cf. AP11.126.2 τ. πλάγιος, of the letter E, Agatho 4.4, Theodect.6.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριόδους
-
2 τριόδους
τρίοδοςa meeting of three roads: fem acc plτριόδουςwith three teeth: masc /fem nom /voc sg -
3 τριόδους,-οντος
A 0-1-0-0-0=1 1 Sm 2,13with three teeth, three-pronged -
4 τριοδόντων
τριόδουςwith three teeth: masc /fem gen pl -
5 τριόδοντα
τριόδουςwith three teeth: masc /fem acc sg -
6 τριόδοντας
τριόδουςwith three teeth: masc /fem acc pl -
7 τριόδοντες
τριόδουςwith three teeth: masc /fem nom /voc pl -
8 τριόδοντι
τριόδουςwith three teeth: masc /fem dat sg -
9 τριόδοντος
τριόδουςwith three teeth: masc /fem gen sg -
10 τριόδουσι
τριόδουςwith three teeth: masc /fem dat pl (attic epic doric ionic) -
11 τριόδουσιν
τριόδουςwith three teeth: masc /fem dat pl (attic epic doric ionic) -
12 τριόδοισι
τρίοδοςa meeting of three roads: fem dat pl (epic ionic aeolic)τριόδουςwith three teeth: masc /fem dat pl (doric aeolic) -
13 τριόδοισιν
τρίοδοςa meeting of three roads: fem dat pl (epic ionic aeolic)τριόδουςwith three teeth: masc /fem dat pl (doric aeolic) -
14 ἀμευσίπορος
ᾰμευσῐπορος, -ον1 where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν ( ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) P. 11.38 -
15 κατά
κατά (1κάν O. 8.78
)1 c. gen.,a belowτὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
b by, over of object by which one swears. κατὰ χρυσόκερω λιβανώτου (sc. εὔχεσθαι) fr. 329.2 c. acc.,a of place.I in. atΝεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87
καὶ πᾶσαν κάτα /Ἑλλάδ' εὑρήσσει O. 13.112
γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρ σανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην (codd.: ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann) P. 11.38κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι N. 10.17
ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ... δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς fr. 146. 2. Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II throughout, amongκαθ' Ἕλλανας O. 1.116
O. 6.71III on, uponπατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ O. 7.36
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα / σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (fort. tmesis, κατασπένδειν) I. 6.8IV along, onμακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.7
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. ]α κατὰ πᾶσαν ὁδόν Pae. 4.6
Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες Πα. 7B. 11.bI in accordance with, according toἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον O. 8.78
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
κατ' ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
“ βασιλευομέναν οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107 ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps tmesis? καταβλέπειν) P. 8.68 καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων befittingly P. 10.26 ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν i. e. according to the will of the Muse N. 3.16 ( χεῖρα) τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις opportunely I. 2.22Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν I. 4.38
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3.II distributively. μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη limb by limb O. 1.49 ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue I. 4.11c of time, atτὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον, κεῖνον κατὰ χρόνον O. 10.102
ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at the news of Jason P. 4.125d in the manner of, likeτόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος πέμπεται P. 2.67
e fragg. ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν αἰθερ[ Pae. 7.11
]κατὰ χθόν ε[ Δ. 4. h. 12. ]καθ' ἁλικίαν[ Θρ. 5. 5.3 in tmesis.κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων O. 8.19
κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι P. 5.121
[κατὰ βλέπειν P. 8.68
v. supra 2. b.α. κάτα σπένδειν I. 6.8
v. supra 2. a. γ.] κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν fr. 171. -
16 δίκρανος
δῐ-κρᾱνος, ον,A two-headed, Parm.6.5.II Subst. [full] δίκρᾱνον, τό, pitchfork,δικράνοις ἐξωθεῖν Luc.Tim.12
.III δικράνους· τὰς τριόδους, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκρανος
-
17 τριοδόντιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριοδόντιον
-
18 τριώδους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριώδους
См. также в других словарях:
τριόδους — ο / τριόδους, οντος, ὁ και ἡ, ΝΑ, και τ. τριώδους, ο, Α νεοελλ. κολεόπτερο έντομο αρχ. 1. αυτός που έχει τρία δόντια, τρεις περόνες («κρεάγρα τριόδους», ΠΔ) 2. (το αρσ.) ο τριόδους α) η τρίαινα β) το καμάκι* γ) χειρουργικό εργαλείο δ) το… … Dictionary of Greek
τριόδους — τρίοδος a meeting of three roads fem acc pl τριόδους with three teeth masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδόντων — τριόδους with three teeth masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόδοντα — τριόδους with three teeth masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόδοντας — τριόδους with three teeth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόδοντες — τριόδους with three teeth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόδοντι — τριόδους with three teeth masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόδοντος — τριόδους with three teeth masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόδουσι — τριόδους with three teeth masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόδουσιν — τριόδους with three teeth masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδόντιον — τὸ, Α [τριόδους, οντος] μικρός τριόδους* … Dictionary of Greek