Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τριόπης

См. также в других словарях:

  • Τριόπης — masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόπης — ο, και τρίοπο, το, Ν ναυτ. ξύλινο σκεύος με τρείς οπές, από όπου περνάει το εντόνιο κάθε επιτόνου, κν. καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + οπή] …   Dictionary of Greek

  • Τριόπου — Τριόπης masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριόπα — Τριόπᾱ , Τριόπης masc nom/voc/acc dual (doric) Τριόπᾱ , Τριόπης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριόπας — Τριόπᾱς , Τριόπης masc acc pl (doric) Τριόπᾱς , Τριόπης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρίοπα — Τρίοψ masc acc sg Τριόπης masc voc sg (doric) Τριόπης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίοπο — το, Ν ναυτ. βλ. τριόπης …   Dictionary of Greek

  • Τριόπαν — Τριόπᾱν , Τριόπης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριόπαο — Τριόπᾱο , Τριόπης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριόπεω — Τριόπεω̆ , Τριόπης masc gen sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριόπᾳ — Τριόπᾱͅ , Τριόπης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»